- φραγκοράφτης
- οθηλ. -τρα ράφτης αντρικών ρούχων ευρωπαϊκού τύπου (σε αντιδιαστολή με τον ελληνοράφτη).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φραγκοράφτης — ο, Ν (παλ. τ.) ράφτης ανδρικών ενδυμάτων ευρωπαϊκού τύπου, σε αντιδιαστολή προς τον ράφτη εθνικών ενδυμασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + ράφτης] … Dictionary of Greek
φραγκοραφτάδικο — το, Ν το κατάστημα ή το εργαστήρι τού φραγκοράφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκοράφτης + κατάλ. άδικο (πρβλ. παπουτσ άδικο)] … Dictionary of Greek
ελληνοράφτης — ο ο ράφτης ελληνικών ενδυμασιών, φουστανέλας κτλ. (αντίθ. φραγκοράφτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)